Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκλέπτυνση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 affiname`nto ~m~
2 fine`zza ~f~
3 ingentilime`nto ~m~
4 raffinate`zza ~f~
5 ricercate`zza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκλεπτύνομαι εκλεπτύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---