Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γλυκόρριζα {χωρ. γεν.... γλυσίνα {γλυσινών}
γλυκός {γλυκύτ-ερ... γλύτωμα [ουσ ουδ.]
γλυκοσαλιάζω (-) γλυτωμένος [επίθ.]
γλυκοσάλιασμα [ουσ ουδ.] γλυτώνω {γλύτωσα} ...
γλυκοτραγουδημένος [επίθ.] γλύφανο {γλυφάν-ου...
γλυκούλης [επίθ.] γλυφή [θηλ.ουσ]
γλυκούτσικος [επίθ.] γλυφίδα [θηλ.ουσ]
γλυκοφιλάω [ρ. μτβ.] γλυφός [επίθ.]
γλυκοφιλώ (γλυκοφίλη... γλύφω (έγλυψα, γ...
γλυκόφωνος [επίθ.] γλωσολόγος [ουσ αρσ ]
γλυκοχαράζει (-) γλώσσα {γλωσσών}
γλυκοχάραμα [ουσ ουδ.] γλωσσαλγία {δυσχρ. γλ...
γλυκύς {γλυκ-έος ... γλωσσαμύντωρ {γλωσσαμύν...
γλυκύτατος [επίθ.] γλωσσάρι [ουσ ουδ.]
γλυκύτερος [επίθ.] γλωσσάριο {γλωσσαρί-...
γλυκύτητα [θηλ.ουσ] γλωσσάς {γλωσσάδες...
γλυκύφωνος [επίθ.] γλώσσημα {γλωσσήμ-α...
γλύπτης {γλυπτών} γλωσσίδα [θηλ.ουσ]
γλυπτική [θηλ.ουσ] γλωσσίδι {γλωσσιδ-ι...
γλυπτικός [επίθ.] γλωσσικός [επίθ.]
γλυπτό [ουσ ουδ.] γλωσσίτιδα [θηλ.ουσ]
γλυπτογραφία [θηλ.ουσ] γλωσσίτσα [θηλ.ουσ]
γλυπτοθήκη {γλυπτοθηκ... γλωσσογραφία {δύσχρ. γλ...
γλυπτός [επίθ.] γλωσσογραφικός [επίθ.]
γλύπτρια {γλυπτριών... γλωσσογράφος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: