Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλώσσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 anatomia li`ngua ~f~
2 idioma li`ngua ~f~ μητρική γλώσσα==lingua madre, madrelingua | νεκρές γλώσσες==lingue morte
3 lingua`ggio ~m~; modo ~m~ di espri`mersi η γλώσσα των πολιτικών==la lingua dei politici, il politichese | η γλώσσα του Ομήρου==la lingua di Omero | στριφνή γλώσσα==linguaggio involuto, astruso, oscuro
4 lingua`ggio ~m~ η γλώσσα των ζώων==il linguaggio degli animali | η γλώσσα των λουλουδιών==il linguaggio dei fiori
5 li`ngua ~f~; il pa`rlare sconsideratame`nte πρόσεχε, γιατί η γλώσσα σου θα σε φάει==attento, la tua lingua finirà per perderti | οι κακές γλώσσες==le malelingue
6 ittiologia so`gliola ~f~
7 abbigliamento lingue`tta ~f~ (delle scarpe)+++κατάπιε τη γλώσσα του==il gatto gli ha mangiato la lingua | βγάζω γλώσσα σε κάποιον==essere impertinente nei confronti di qualcuno | μάλλιασε η γλώσσα μου==mi si è seccata la lingua (a forza di ripetere le stesse cose) | δάγκωσε τη γλώσσα σου!==non fare l'uccello del malaugurio! | βγάζω τη γλώσσα σε κάποιον==tirar fuori la lingua, fare le boccacce | η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει==la lingua non ha osso ma fa rompere il dosso, ma può far male grosso; ne uccide più la lingua che la spada

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλωσολόγος γλωσσαλγία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η μητρική γλώσσα = lingua [θηλ.] madre || μιλάω με ευχέρια μιά γλώσσα = parlare correntemente una lingua


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---