Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλυκός
επίθετο 1 dolce γλυκός καφές==caffè dolce 2 ((figurato)) tranqui`llo; calmo; sere`no γλυκός ύπνος==sonno tranquillo 3 ((figurato)) dolce; affa`bile; soa`ve γλυκιά μουσική==musica soave | γλυκό χαμόγελο==sorriso dolce 4 ((figurato)) di persona cari`ssimo; dolce η γλυκιά μου η μανούλα==la mia dolce mammina 5 ((figurato)) del clima mite; tempera`to+++πάρ' τον με το γλυκό για να ηρεμήσει==trattalo con le buone, così si calmerà | όνειρα γλυκά!==sogni d'oro! | της κάνει τα γλυκά μάτια==le fa gli occhi dolci, le fa gli occhi di triglia γλυκύς επίθετο forma letteraria di [γλυκός ^-ιά, -ό^] γλυκύτατος επίθετο 1 superlativo di [γλυκύς] 2 delizio`so γλυκύτερος επίθετο comparativo di [γλυκύς] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο γλυκό νερό = acqua [θηλ.] dolce || το γλυκό ταψιού = dolce [αρσ.] cotto al forno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |