Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλυκύτητα  
ουσιαστικό θηλυκό

dolce`zza ~f~ ((anche in senso figurato)) γλυκύτητα τρόπων==dolcezza di modi | η μητέρα τον τον κοιτούσε με άπειρη γλυκύτητα==la madre lo guardava con infinita dolcezza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλυκύτερος γλυκύφωνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---