Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλύπτης
ουσιαστικό αρσενικό sculto`re ~m~ γλύπτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γλύπτης ^-η, ο^] 2 scultri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |