Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βραγιά [θηλ.ουσ] βραδύς {βραδ-έος ...
βράγχια {βραγχίων} βραδύτατος [επίθ.]
βραγχιακός [επίθ.] βραδύτερος [επίθ.]
βραδέως [επίρ.] βραδύτης [θηλ.ουσ]
βράδι [ουσ ουδ.] βραδύτητα {χωρ. πληθ...
βραδιά [θηλ.ουσ] βραδυφλεγής {βραδυφλεγ...
βραδιάζει [ρ. απρ.] Βραζιλιάνα [θηλ.ουσ]
βράδιασμα [ουσ ουδ.] βραζιλιάνικος [επίθ.]
βραδιάτικος [επίθ.] Βραζιλιάνος [ουσ αρσ ]
βραδινό [ουσ ουδ.] βράζω {έβρασα, β...
βραδινός [επίθ.] βράζω {έβρασα, β...
βράδυ {βραδ-ιού ... βράκα {δύσχρ. βρ...
βραδυγλωσσία {χωρ. πληθ... βρακάκια [ουσ ουδ πληθ.]
βραδύγλωσσος [επίθ.] βράκες [θηλ. ουσ πληθ.]
βραδυκαρδία {χωρ. πληθ... βρακί {βρακ-ιού ...
βραδυκίνητος [επίθ.] βρακιά [ουσ ουδ πληθ.]
βραδυλαλία [θηλ.ουσ] βρακοζώνη [θηλ.ουσ]
βραδύνοια {χωρ. πληθ... βράκτιο {βρακτί-ου...
βραδυνός [επίθ.] βρακωμένος [επίθ.]
βραδύνους [επίθ.] βράση {-ης κ. -ε...
βράδυνσις [θηλ.ουσ] βράσιμο {βρασίμ-ατ...
βραδύνω {βράδυνα} ... βρασμένος [επίθ.]
βραδύνω {βράδυνα} ... βρασμός [ουσ αρσ ]
βραδυπορία {χωρ. πληθ... βραστήρας [ουσ αρσ ]
βραδυπορώ [-είς, -εί... βραστό [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: