Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βράση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bollo`re ~m~; ebollizio`ne ~f~
2 bollitu`ra ~f~; cottu`ra ~f~ άσε τα χόρτα να πάρουν άλλη μία βράση==lascia bollire la verdura ancora un po'
3 fermentazio`ne ~f~
4 ((figurato)) bollo`re ~m~; eccitazio`ne ~f~; fu`ria ~f~ πάνω στη βράση της μάχης==mentre la battaglia infuriava+++στη βράση κολλάει το σίδερο==bisogna battere il ferro finché è caldo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρακωμένος βράσιμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---