Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβράχια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός scoglie`ra ~f~; scogli ~mp~ η βάρκα τσακίστηκε στα βράχια==la barca si è fracassata contro la scogliera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |