Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βράχια  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

scoglie`ra ~f~; scogli ~mp~ η βάρκα τσακίστηκε στα βράχια==la barca si è fracassata contro la scogliera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βραστός βραχιολάκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---