Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβράχνιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο arrochime`nto ~m~ το κρυολόγημα άφησε ένα βράχνιασμα στη φωνή του==il raffreddore gli ha causato un irrochimento della voce, gli ha lasciato la voce rauca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |