Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βραχνάς  
ουσιαστικό αρσενικό

i`ncubo ~m~; ossessio`ne ~f~ μου έγινε βραχνάς αυτή η ιστορία==questa storia è diventata un incubo per me

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βραχνάδα βραχνιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---