Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βραχνιάζω  
ρήμα αμετάβατο

diveni`re ra`uco; arrochi`rsi βράχνιασε η φωνή μου από τα ουρλιαχτά==mi si è arrochita la voce, mi è venuta la voce rauca a furia di urlare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βραχνάς βράχνιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---