Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβραχνιάζω
ρήμα αμετάβατο diveni`re ra`uco; arrochi`rsi βράχνιασε η φωνή μου από τα ουρλιαχτά==mi si è arrochita la voce, mi è venuta la voce rauca a furia di urlare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |