Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βραχονησίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

isolo`tto ~m~

βραχονησίς
ουσιαστικό θηλυκό

forma letteraria di [βραχονησίδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βραχονήσι βράχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---