Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβράχος
ουσιαστικό αρσενικό 1 masso ~m~; ro`ccia ~f~; maci`gno ~m~; rupe ~f~ πτώση βράχων==caduta massi | γκρεμίζομαι από ένα βράχο==precipitare da una rupe | ο βράχος της Ακρόπολης==la rupe dell'Acropoli 2 σκόπελος sco`glio ~m~ 3 ((figurato)) maci`gno ~m~; perso`na ~f~ irremovi`bile έμεινε βράχος στην απόφασή του==è rimasto irremovibile nella sua decisione | είναι βράχος ηθικής==è moralmente saldo come una roccia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |