Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ebollizio`ne ~f~ σημείο βρασμού==punto di ebollizione
2 fermentazio`ne ~f~
3 ((figurato)) bollo`re ~m~; fu`ria ~f~ εν βρασμώ ψυχής==in un impeto di collera, in preda all'ira

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρασμένος βραστήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---