Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βραδύς  
επίθετο

1 lento ένα παλιό και βραδύ πλοίο==una nave vecchia e lenta
2 lungo, lento βραδεία καύση==combustione lenta | βραδεία ανάρρωση==lunga convalescenza

βραδύτατος
επίθετο

superlativo di [βραδύς]

βραδύτερος
επίθετο

comparativo di [βραδύς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βραδυπορώ βραδύτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---