Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΒραζιλιάνα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Βραζιλιάνος ^-ου, ο^] 2 brasilia`na ~f~, abita`nte ~f~ del Bra|sile Βραζιλιάνος ουσιαστικό αρσενικό brasilia`no ~m~, abita`nte ~m~ del Bra|sile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |