Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβράζω
ρήμα μεταβατικό 1 bolli`re; far bolli`re βράζω το νερό==(far) bollire l'acqua 2 far cuo`cere in a`cqua; sottopo`rre a cottu`ra; lessa`re βράζω κρέας==(far) bollire, lessare la carne | βράζω αβγά==far bollire le uova βράζω ρήμα αμετάβατο 1 bolli`re; e`ssere in ebollizio`ne το γάλα βράζει==il latte sta bollendo 2 cuo`cere; e`ssere sottopo`sto a cottu`ra το κρέας δεν έβρασε ακόμη==la carne non è ancora cotta 3 fermenta`re; bolli`re; ribolli`re βράζει ο μούστος==il mosto sta ribollendo 4 ((per estensione)) scotta`re; bolli`re βράζει η άσφαλτος==l'asfalto bolle, scotta 5 ((figurato)) ribolli`re; fre`mere είναι νέος, βράζει το αίμα του==è giovane, ha il sangue che bolle | βράζει από το κακό του==freme per la rabbia; bolle di rabbia; gli ribolle il sangue nelle vene+++βράζω στο ζουμί μου==rodersi il fegato | σ' ένα καζάνι βράζουμε όλοι μας==siamo tutti nella stessa barca | να τον βράσω!==che vada a farsi friggere! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |