Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαρώνομαι
ρήμα παθητικό 1 accartoccia`rsi 2 aggrinzi`rsi ζαρώνω ρήμα αμετάβατο 1 raggrinzi`rsi ζάρωσε το δέρμα της με τα χρόνια == la pelle le si è raggrinzita con il passar degli anni 2 sgualci`rsi, spiegazza`rsi η φούστα ζάρωσε με το πλύσιμo == lavandola, la gonna si è sgualcita 3 (fig) raggomitola`rsi, rincantuccia`rsi ζάρωσε σε μια γωνιά == si raggomitolò in un angolo ζαρώνω ρήμα μεταβατικό corruga`re ζαρώνω τα φρύδια == corrugare le sopracciglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |