Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαρωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ζαρώνω]
2 aggrotta`to
3 contra`tto
4 corruga`to
5 increspa`to
6 grinzo`so
7 rugo`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαρωματιά ζαρώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---