Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζάχαρη
ουσιαστικό θηλυκό zu`cchero ~m~ με ζάχαρη == zuccherzato | χωρίς ζάχαρη ==senza zucchero | ζάχαρη άχνη == zucchero (a) velo ζάχαρις ουσιαστικό θηλυκό variante di [ζάχαρη] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |