Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαφαρά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ζαφορά]

ζαφορά  
ουσιαστικό θηλυκό

botanica zaffera`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαρώνω ζαφειρένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---