Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαχαροκάλαμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica canna ~f~ da zu`cchero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαχαροζυμωμένος ζαχαρόπηκτος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ζαχαροκάλαμο = zucchero [αρσ.] di canna


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---