Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαχαροκάλαμο
ουσιαστικό ουδέτερο botanica canna ~f~ da zu`cchero permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο ζαχαροκάλαμο = zucchero [αρσ.] di canna Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |