Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαχαρώνω
ρήμα αμετάβατο 1 cristallizza`rsi τo λικέρ ζαχάρωσε == il liquore si è cristallizzato 2 (fig) amoreggia`re, fare all'amo`re, flirta`re ζαχάρωναν μπρoστά στα μάτια του κόσμού == amoreggiavano davanti agli occhi di tutti ζαχαρώνω ρήμα μεταβατικό inzuccherare, dolcificare ζαχαρώνω την τούρτα == inzuccherare la torta permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαζαχαρώνω με = flirtare con Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |