Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζεϊμπέκι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ζεϊμπέκης] ζεϊμπέκος ουσιαστικό αρσενικό variante di [ζεϊμπέκης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |