Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζάλη
ουσιαστικό θηλυκό 1 capogi`ro ~m~, verti`gine ~f~ ((anche in senso figurato)) μια ξαφνική ζάλη == un capogiro improvviso | όταν κoιτώ από τo μπαλκόνι, μού έρχεται ζάλη == quando mi affaccio al balcone, mi vengono le vertigini | ποσά που προκαλούν ζάλη == cifre che fanno venire le vertigini 2 (fig ) agitazio`ne ~f~, stordime`nto ~m~, confusio`ne ~f~, ca`os ~m~ δε βλέπω την ώρα να απαλλαγώ από τη ζάλη αυτής της πόλης == non vedo l'ora di andarmene dal caos di questa città permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |