Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαλώνομαι
ρήμα παθητικό

((popolare)) carica`rsi qualco`sa sulle spalle, me`ttersi qualco`sa in spalla

ζαλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 addossa`re
2 aggioga`re
3 onera`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαλωμένος ζαμάνι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---