Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαλώνομαι
ρήμα παθητικό ((popolare)) carica`rsi qualco`sa sulle spalle, me`ttersi qualco`sa in spalla ζαλώνω ρήμα μεταβατικό 1 addossa`re 2 aggioga`re 3 onera`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |