Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαμανφουτίστας
ουσιαστικό αρσενικό menefreghi`sta ~mf~ ζαμανφουτίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ζαμανφουτίστας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |