Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ζαλάδα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ζαλάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

girame`nto ~m~ di testa, capogi`ro ~m~, verti`gine ~f~ υποφέρω από ζαλάδες == soffrire di giramenti di testa | μoυ 'ρθε ζαλάδα == mi è venuto / mi è preso un capogiro

permalink
‹ Ζάκυνθος
ζάλη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ζακυνθινή [θηλ.ουσ]
Ζακυνθινιά [θηλ.ουσ]
Ζακυνθινός [επίθ.]
Ζακυνθινός [ουσ αρσ ]
Ζάκυνθος [ουσ αρσ ]
ζαλάδα [θηλ.ουσ]
ζάλη [θηλ.ουσ]
ζαλιά [θηλ.ουσ]
ζαλίζομαι [ρ. παθ.]
ζαλίζω {ζάλισ-α, ...
ζαλίκα [επίρ.]
ζαλικωμένος [επίθ.]
ζαλικώνομαι (ζαλικ-ώθη...
ζάλισις [θηλ.ουσ]
ζάλισμα [ουσ ουδ.]
ζαλισμένος [επίθ.]
ζαλκάδι [ουσ ουδ.]
ζάλο [ουσ ουδ.]
ζάλον [ουσ ουδ.]
ζαλωμένος [επίθ.]


{{ID:ZALADA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti