Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαλάδα
ουσιαστικό θηλυκό girame`nto ~m~ di testa, capogi`ro ~m~, verti`gine ~f~ υποφέρω από ζαλάδες == soffrire di giramenti di testa | μoυ 'ρθε ζαλάδα == mi è venuto / mi è preso un capogiro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |