Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
τρελαμάρα
ουσιαστικό θηλυκό
1
follia
2
pazzia
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< τρελαίνω
τρελάρας >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
τρέλα
[θηλ.ουσ]
τρελά
[επίρ.]
τρελάδικο
[ουσ ουδ.]
τρελαίνομαι
[ρ.]
τρελαίνω
{τρέλα-να,...
τρελαμάρα
{χωρ. γεν....
τρελάρας
{χωρ. γεν....
τρελοκομείο
[ουσ ουδ.]
τρελός
[επίθ.]
τρελούτσικος
[επίθ.]
τρεμάμενος
[επίθ.]
τρέμισμα
[ουσ ουδ.]
τρεμολάμπω
{μόνο σε ε...
τρέμολο
[ουσ ουδ.]
τρεμόπαιγμα
[ουσ ουδ.]
τρεμοπαίζω
{τρεμόπαιξ...
τρεμοπαίξιμο
[ουσ ουδ.]
τρεμοσβήνω
{τρεμόσβησ...
τρεμούλα
{χωρ. πληθ...
τρεμουλιάζω
{τρεμούλια...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis