Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρεμοπαίζω
ρήμα αμετάβατο

1 guizzare
2 ondeggiare (vi)
3 sfarfallare (vi)
4 tremolare
5 vacillare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρεμόπαιγμα τρεμοπαίξιμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---