Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότρελαίνομαι
ρήμα impazzire, diventare matto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατρελαίνομαι (γιά) = andare matto (per) Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |