Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρέλα
ουσιαστικό θηλυκό

1 audacia
2 cavillatura
3 demenza
4 dissennatezza
5 fanatismo
6 fantasia
7 fesseria
8 follia
9 forsennatezza
10 frenesia
11 impazzata
12 impazzimento
13 insania
14 mania
15 matteria
16 pallino
17 pazzia
18 schizofrenia
19 smania

τρελά
επίρρημα

1 follemente
2 forsennatamente
3 pazzamente
4 perdutamente
5 stoltamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρεκλίζω τρελάδικο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---