Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τένοντας
ουσιαστικό αρσενικό

1 corda
2 nervo
3 tendine

τενόντας
ουσιαστικό αρσενικό

anatomia tendine (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τένις τενοντίτιδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---