Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
τέντζερης
ουσιαστικό αρσενικό
casseru
o
la
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< τέντες
τέντωμα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
τενοντοτομή
[θηλ.ουσ]
τενοντώδης
[επίθ.]
τενόρος
[ουσ αρσ ]
τέντα
{τεντών}
τέντες
[θηλ. ουσ πληθ.]
τέντζερης
ο (χωρίς π...
τέντωμα
{τεντώμ-ατ...
τεντωμένος
[επίθ.]
τεντώνομαι
[ρ. παθ.]
τεντώνω
{τέντω-σα,...
τεντωτός
[επίθ.]
τεξανικός
[επίθ.]
Τεξανός
[ουσ αρσ ]
τέπαλο
[ουσ ουδ.]
τερακότα
{δύσχρ. τε...
τέρας
{τέρ-ατος ...
τέρας!
[επιφ.]
τεράστια
[επίρ.]
τεράστιος
[επίθ.]
τερατογένεση
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis