Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τεντώνομαι
ρήμα παθητικό

1 stirarsi (vrifl)
2 allungarsi
3 distendersi
4 protendersi (vrifl)
5 sgranchirsi (vrifl)
6 stendersi (vrifl)
7 stiracchiarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τεντωμένος τεντώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---