Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τεντώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 tendere
2 [ανοίγω] spalancare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τεντώνομαι τεντωτός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τεντώνω τα πόδια = sgranchirsi le gambe


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---