Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπαράσταση
ουσιαστικό θηλυκό

1 aiuto
2 assistenza
3 ausilio
4 compatimento
5 conforto
6 patrocinio
7 propugnazione
8 soccorso
9 solidarietà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπαραγωγός συμπαραστάτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---