Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπατρώτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 [ομοεθνής] compatriota (m)
2 [συντοπίτης] compaesano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπατριώτισσα συμπατρώτισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---