Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπατριώτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 compaesano
2 compatriota
3 concittadino
4 connazionale
5 conterraneo
6 corregionale
7 patriota

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπάσχων συμπατριώτισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---