Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπαρίσταμαι
ρήμα αμετάβατο

1 parteggiare (vi)
2 riconfortare (vt)
3 soccorrere (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπαρατάσσομαι συμπαρομαρτούντα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---