Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
συμπαραγωγή
ουσιαστικό θηλυκό
coproduzione
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σύμπαν
συμπαραγωγός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
συμπαθώ
{συμπαθείς...
συμπαθών
{συμπαθούν...
συμπαιγνία
{συμπαιγνι...
συμπαίκτης
{συμπαικτώ...
σύμπαν
{σύμπ-αντο...
συμπαραγωγή
[θηλ.ουσ]
συμπαραγωγός
[ουσ αρσ και θηλ.]
συμπαράσταση
{-ης κ. -ά...
συμπαραστάτης
{συμπαραστ...
συμπαραστέκομαι
{συμπαραστ...
συμπαραστεκόμενος
(> παρασύρ...
συμπαράταξη
{-ης κ. -ά...
συμπαρατάσσομαι
{συμπαρατά...
συμπαρίσταμαι
[ρ.αμτβ.]
συμπαρομαρτούντα
[ουσ ουδ πληθ.]
συμπαρομαρτώ
[-είς, -εί...
συμπάσχω
{συνέπασχο...
συμπάσχων
[ουσ αρσ ]
συμπατριώτης
[ουσ αρσ ]
συμπατριώτισσα
{δύσχρ. συ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis