Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστιγμή
ουσιαστικό θηλυκό 1 [χρόνου] momento, istante (m) 2 [στίξεως] punto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπό στιγμή σε στιγμή = da un momento all'altro || η κατάλληλη στιγμή = momento [αρσ.] adatto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |