Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στιλβωτής
ουσιαστικό αρσενικό

1 brunitore
2 laccatore
3 lucidatore
4 lustrascarpe
5 pulimentatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στίλβωση στιλέτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---