Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στιλβώνω
ρήμα μεταβατικό

1 brillantare
2 brunire
3 forbire
4 invetriare
5 laccare
6 lisciare
7 lucidare
8 patinare (vt)
9 polire (vt)
10 porcellanare (vt)
11 pulimentare (vt)
12 satinare (vt)
13 verniciare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στιλβωμένος στίλβωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---