Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
στίλβη
ουσιαστικό θηλυκό
1
lucido
2
radiosità
3
splendidezza
4
splendore
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< στιλάτος
στιλβηδών >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
στιγμιότυπο
{στιγμιοτύ...
στίζω
{έστι-ξα, ...
στικτός
[επίθ.]
στιλ
[ουσ ουδ.]
στιλάτος
[επίθ.]
στίλβη
{χωρ. πληθ...
στιλβηδών
[θηλ.ουσ]
στίλβω
{μόνο σε ε...
στίλβωμα
[ουσ ουδ.]
στιλβωμένος
[επίθ.]
στιλβώνω
{στίλβω-σα...
στίλβωση
[θηλ.ουσ]
στιλβωτής
{στιλβωτρι...
στιλέτο
[ουσ ουδ.]
στιλίστας
[ουσ αρσ ]
στιλπνός
[επίθ.]
στιλπνότητα
[θηλ.ουσ]
στίμα
[θηλ.ουσ]
στίμη
[θηλ.ουσ]
στίξη
{-ης κ. -ε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis