Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεμέλιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((specialmente al plurale)) fondame`nta ~fp~ θέτω, ρίχνω τα θεμέλια ενός σπιτιoύ == porre, gettare le fondamenta di una casa
2 (fig) ((specialmente al plurale)) fondame`nto ~m~, soste`gno ~m~, base ~f~ τα θεμέλια της κοινωνίας == i fondamenti della società+++εκ θεμελίων == dalle fondamenta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεμελιακότητα θεμέλιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---