Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεμελιώνομαι
ρήμα παθητικό

basa`rsi

θεμελιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 getta`re le fondame`nta, edifica`re, fonda`re
2 (fig) rafforza`re, consolida`re θεμελιώνω την εξουσία μου == rafforzare il proprio potere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεμελιωμένος θεμελίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---