Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεμελιώνομαι
ρήμα παθητικό basa`rsi θεμελιώνω ρήμα μεταβατικό 1 getta`re le fondame`nta, edifica`re, fonda`re 2 (fig) rafforza`re, consolida`re θεμελιώνω την εξουσία μου == rafforzare il proprio potere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |