Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεο–  
πρόθεμα

primo elemento di parole composte con significato di [completamente, del tutto] oppure di [divino, di Dio, da Dio]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεμιτός θεοβρωμίνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---