Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεμελιωτής
ουσιαστικό αρσενικό fondatore ~m~ ((anche in senso figurato)) θεμελιώτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [θεμελιωτής] θεμελιώτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [θεμελιωτής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |